Αβδούλ Μετζίτ

Αβδούλ Μετζίτ
(1868 – 1944). Ο τελευταίος Τούρκος χαλίφης της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ και εξάδελφος του τελευταίου σουλτάνου της Τουρκίας Μωάμεθ ΣΤ’. Το 1922 αναγορεύτηκε χαλίφης Κωνσταντινούπολης. Το 1924, μετά την κατάργηση του χαλιφάτου, κατέφυγε στην Ελβετία όπου και πέθανε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αβδούλ, Μετζίτ — (1823 – 1861). Τούρκος σουλτάνος. Ήταν πρωτότοκος γιος του Μαχμούτ Β’, τον οποίο και διαδέχτηκε σε ηλικία δεκαπέντε ετών και σε κρίσιμη, για την Τουρκία, περίοδο, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης με την Αίγυπτο. Μετά τη σύναψη σχετικής συνθήκης, με… …   Dictionary of Greek

  • Αβδούλ Αζίζ — (1830 – 1876).Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δευτερότοκος γιος του Σουλτάν Μαχμούτ και αδελφός του Αβδούλ Μετζίτ. Ανέβηκε στον θρόνο το 1861. Στην αρχή έδειξε προοδευτικές τάσεις και πραγματοποίησε αρκετές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα μετά… …   Dictionary of Greek

  • Αμπντούλ Μετζίτ ή Αβδούλ Μετζίτ ή Αμπντ αλ-Ματσίτ — (1823 – 1861).Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1839 61), γιος του Μεχμέτ B’. Με την υποστήριξη των ηγεμονιών της δυτικής Ευρώπης –που τον χρησιμοποιούσαν ως αντιστάθμισμα στον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου και στη ρωσική επιρροή– και τη… …   Dictionary of Greek

  • Νεότουρκοι — Εθνικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα των Οθωμανών, το οποίο φιλοδοξούσε να μετεμφυτεύσει στην Τουρκία τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Η κίνηση ξεκίνησε από την εποχή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789 1807),… …   Dictionary of Greek

  • Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτοχριστιανοί — Χριστιανοί που ασπάστηκαν φαινομενικά τον μωαμεθανισμό για να αποφύγουν τους διωγμούς των Οθωμανών κατακτητών, ενώ στην πραγματικότητα διατηρούσαν τη χριστιανική τους πίστη. Οι εξισλαμισμοί στους οποίους προέβαιναν οι Τούρκοι κατακτητές… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • χαλίφης και χαλιφάτα — (από το αραβικό χαλίφα, που σημαίνει και διάδοχος και τοποτηρητής). Τίτλος του ηγεμόνα της μουσουλμανικής κοινότητας, που δόθηκε για πρώτη φορά στον διάδοχο του Μωάμεθ Αμπού Μπακρ (632 – 634) και στους 3 ηγεμόνες που τον διαδέχτηκαν: Όμαρ (634 –… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”